Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ελληνικού δράματος το θλιβερόν ανάγνωσμα... (προσοχή, ακατάσχετη πολιτικολογία)



Μοναδικέ αναγνώστη αυτού του φτωχού μπλόγκ και αμύητε φίλε μου Θανάση, όπως σου έχω γανιάσει το κεφάλι με παλαιότερες αναρτήσεις μου, κάθε πολιτική συζήτηση εντός στοάς είναι απαγορευμένη, γιατί θα μπορούσε να διαταράξει την επιθυμητή ομόνοια και ειρήνη μεταξύ των αδελφών μας.

Όμως, κάθε πράξη όλων μας, καλέ μου φίλε, δεν παύει να είναι πολιτική, με την έννοια ότι οι πράξεις μας επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τους ανθρώπους γύρω μας. Έτσι, αν και αποφεύγω να σου μιλάω για πολιτικά θέματα, δεν μπορώ παρά να σχολιάσω τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας και μας αγγίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σε τελευταία ανάλυση, οι δημοσιεύσεις μου είναι κεκλεισμένων των εργασιών της στοάς, συνεπώς σου γράφω ό,τι μου κατέβει στη γκλάβα.

Το σύνθημα που θα δει κανείς γραμμένο εμπρός από την έδρα του Σεβασμίου, σε οποιαδήποτε στοά επισκεφθεί, είναι «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης» και συνοψίζει τη φιλοσοφία του Τεκτονισμού απέναντι στους κανόνες που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις μεταξύ όλων των ανθρώπων. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε ιδεολογία που θα αμφισβητούσε ευθέως αυτό το αιτιατό, αποκλείοντας την Ελευθερία του κάθε ανθρώπου, την Ίση αντιμετώπισή του από το Νόμο και την κοινωνική αλληλεγγύη για τους αδύναμους συνανθρώπους μας, θα ήταν αυτόματα ξένη και εχθρική προς τη φιλελεύθερη κοινωνική φιλοσοφία του Ελευθεροτεκτονισμού.

Στο 2ο Κεφάλαιο του Καταστατικού Χάρτη ρητά αναφέρεται ότι «Ως ύπατον αγαθόν ο ελεύθερος τέκτων θεωρεί την ελευθερίαν σκέψεως και συνειδήσεως, αποδοκιμάζει παν μέσον απειλούν την ελευθερίαν ταύτην και καταδικάζει την βίαν». Έτσι, αν και ακολουθεί άλλη παράγραφος που ορίζει ότι ο Τεκτονισμός δεν είναι πολιτικός οργανισμός και συνεπώς απαγορεύεται κάθε πολιτική συζήτηση εντός του, η πρότερη μνεία του συγκεκριμένου Κεφαλαίου τονίζει την υπερπολιτική ιδιότητα του αγαθού της Ελευθερίας, πέρα και πάνω από οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία.

Για το λόγο αυτό άλλωστε, το τεκτονικό σύνταγμα επανέρχεται στο θέμα, τονίζοντας ότι «Οι τέκτονες θεωρούν ως καθήκον τους το αμύνεσθαι υπέρ παντός αδικουμένου και έχουν ως αρχήν τον σεβασμόν της ελευθερίας ... ».

Η μακροσκελής αυτή εισαγωγή μου στο θέμα, καλέ μου Θανάση, οφείλεται στο γεγονός ότι θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβεις ποια λάθη έχει κάνει η Κοινωνία μας και τα πολιτικά κόμματα που την εκπροσωπούν, με αποτέλεσμα να έχει εκκολαφθεί από το αυγό του το αποκρουστικό φιδάκι του ρατσισμού και του ναζισμού, διεκδικώντας τη νομιμοποίηση του ως πολιτικού φορέα, μια και υποστηρίζεται από μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας.

Το να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα αίτια με μοναδικό σκοπό την επίρριψη ευθυνών στους όποιους πολιτικούς μας αντιπάλους, είναι μια μυωπική και βλακώδης μεθοδολογία που δεν μπορεί να μας δώσει όλη την εικόνα των αιτίων και των αποτελεσμάτων μιας μακροχρόνιας κοινωνικής ζύμωσης που κατέληξε στην εικόνα που βλέπουμε σήμερα.

Από την εποχή που ο Ελληνισμός απέκτησε κάποια εθνική και κρατική οντότητα, υπήρξε απαραίτητη η δημιουργία ενός εθνικού μύθου που θα απευθυνόταν στο συγκινησιακό επίπεδο της εθνικής μας ψυχής και θα μας έδενε σαν Έλληνες σε μία ενιαία εθνική ταυτότητα. Ο βασιλέας Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας, πατέρας του βασιλέα των Ελλήνων Όθωνα, ως φανατικός φιλέλληνας και ελληνιστής, αντιλήφθηκε ότι το νεοσύστατο κράτος χρειαζόταν αυτή την εθνική ταυτότητα και φρόντισε να αναθέσει στους Βαυαρούς ιστορικούς του να πλάσουν τους κατάλληλους ρομαντικούς μύθους που θα έκαναν τους πολίτες του μικρού αυτού κράτους υπερήφανους να ονομάζονται Έλληνες.

Δεν θα αναφερθώ σε επιμέρους μυθοπλασίες, η αμφισβήτηση των οποίων προκαλεί ακόμα και σήμερα την μήνιν των συμπολιτών μας και την εκτόξευση κατηγοριών περί ανθελληνικής στάσης του αμφισβητούντος. Στο κάτω-κάτω, ακόμα και εάν, ως λογικός άνθρωπος, αντιλαμβάνομαι την ανακρίβεια κάποιων γεγονότων, θεωρώ κι εγώ προσωπικά ότι ο λαός μας χρειάζεται τους εθνικούς του μύθους, αλλιώς θα ήμουν τόσο αξιαγάπητος, όσο ο ξινός θείος που ανακοινώνει στο 7χρονο ανηψούδι του ότι δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης.

Οι μύθοι αυτοί, καλέ μου Θανάση, λειτούργησαν αποτελεσματικά για το Έθνος μας, εδώ και 2 αιώνες. Καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια χώρα που το 97% του πληθυσμού της αυτοπροσδιορίζεται από την Ελληνική εθνική ταυτότητα και θεωρεί ότι κατάγεται απευθείας από τον Περικλή, τον Λεωνίδα και τους 300 πολεμιστές του και ούτε για μια στιγμή δεν αναρωτιέται ποια γλώσσα άραγε μιλούσαν και ποια θρησκεία είχαν οι Σουλιώτισσες και ο Μάρκος Μπότσαρης..

Μια και δεν χρειάστηκε ποτέ ως τώρα να σκεφτούμε επάνω σε ρατσιστικές διαχωριστικές γραμμές μέσα στην ίδια μας τη χώρα (ήμασταν άλλωστε όλοι Έλληνες), είχαμε την πολυτέλεια να αντιμετωπίζουμε κάθε τι το διαφορετικό ως εξωτικό, αλλότριο και μακριά από εμάς, όπως δείχνουν και τα τραγουδάκια του αείμνηστου Ζαμπέτα για τον «αράπη, το μαύρο, το σκύλο, τον ταμ-ταμ-ταμ» που φτιάχνονταν με χιουμοριστική διάθεση και δεν είχαν ούτε ένα ρατσιστικό κοκαλάκι μέσα τους.

Άλλωστε, για να δούμε μαύρο στον Ελληνικό κινηματογράφο, έπρεπε να βάψουμε με φούμο τα μούτρα του Κώστα Βουτσά και της Κάκιας Αναλυτή. Οι πραγματικοί μαύροι, κίτρινοι και ερυθρόδερμοι ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την ομογενοποιημένη κοινωνία μας, η οποία, προληπτικά, δεν διόριζε ούτε δασκάλους άλλου χριστιανικού δόγματος στα σχολεία, πόσω μάλλον άλλου θρησκεύματος.

Υπήρξαμε λοιπόν μια Κοινωνία που διέθετε έναν αθώο και λανθάνοντα ρατσισμό, ακριβώς επειδή τίποτα δεν την είχε υποχρεώσει να κοιτάξει το πρόσωπό της στον καθρέφτη του κόσμου. Όλα αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70…

Η δεκαετία του ’80 μας βρίσκει αμήχανους μουσαφιραίους στα Ευρωπαϊκά σαλόνια, να προσπαθούμε να συμπεριφερθούμε σαν ευρωπαίοι, χωρίς να ρουφάμε με θόρυβο τη σούπα μας και χωρίς να λερωθούμε προσπαθώντας να καθαρίσουμε το μήλο με μαχαίρι και πιρούνι. Ανακαλύπτουμε τον καταναλωτισμό και σχηματίζουμε ουρές έξω από τα video club για να καπαρώσουμε τα επόμενα, άπαιχτα ακόμα επεισόδια της «Δυναστείας». Τα κροκοδειλάκια στα μπλουζάκια μας γίνονται πιο πολλά και από τα πρωτότυπά τους στο Νείλο και ανακαλύπτουμε τις χαρές του να είναι πια «ο Λαός στην Εξουσία».

Η παραπαίουσα Αστική Τάξη στην Ελλάδα δέχεται τη χαριστική βολή από την επαναστατική έφοδο των νεομπολσεβίκων στα θερινά ανάκτορα της πολιτικής εξουσίας και ταυτόχρονα αναπτύσσεται μία νέα τάξη των «εκπροσώπων» μιας πλειάδας κοινωνικών ομάδων, είτε αυτοί ήταν εργατοπατέρες και φοιτητοπατέρες, είτε ήταν «διανοούμενοι» και «κουλτουριάρηδες» και «στρατευμένοι» καθηγητές που ανατράφηκαν στα κομματικά φυτώρια και νόμιζαν ότι ακόμα και το να … φταρνιστούν ήταν μια έκφραση βαθύτατης πνευματικής διεργασίας.

Η μοναδικότητα σε αυτή τη φαύλη μεταπολιτευτική εξέλιξη της κοινωνίας μας, ονομάστηκε «Έθνος Ανάδελφον» και οποιοσδήποτε τόλμησε να χτυπήσει το καμπανάκι για να αφυπνίσει τη γυφτοπανήγυρη, αποκτούσε τη ρετσινιά του «αντιδραστικού», του «φασίστα» και του «ξένου πράκτορα».

Ο Έλληνας είχε πια εισέλθει στον αστερισμό του Datsun Sunny και του Fiat Uno, φορούσε Dakar, Brut και Poison με τον κουβά, διεκδικούσε κάθε είδους «δικαίωμα» απέναντι σε κυβερνήσεις που είχαν μάθει να μην του χαλάνε κανένα χατίρι και έβλεπε το βιοτικό του επίπεδο να ανεβαίνει θεαματικά, με την αρωγή των δανεικών εξ Εσπερίας. Τι σημασία είχε αν υπήρχαν και 5-6 «τσακάλια» που είχαν βάλει βαθειά το χέρι στην τσέπη του Κράτους, μήπως εμείς τα πληρώναμε; Μαγκιά τους και μπράβο τους και μακάρι να είχαμε κι εμείς την ευκαιρία να κάνουμε τα ίδια.

Οι παγκόσμιες εξελίξεις μας άφηναν αδιάφορους και είχαμε μάθει να διαχωρίζουμε τους αμνούς από τα ερίφια αυτής της Γης με κριτήρια κομματικά και εν πολλοίς μυθοπλαστικά και με εφηβικούς αφορισμούς. Άλλωστε, τι να περιμένει κανείς από λαούς που κοιμούνται και ξυπνάνε με μοναδικό τους όνειρο να εξολοθρεύσουν τον ανώτερο Νεοελληνικό μας πολιτισμό; Μόνο ο Καντάφι, ο Αραφάτ και ο Φιντέλ άξιζαν σε τούτη την πλάση να ονομάζονται «αδέρφια» μας.

Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών παραδείσων της Ανατολικής Ευρώπης μας προκάλεσε μελαγχολία, μια και «οι κακοί είχαν τελικά κερδίσει», αλλά από την άλλη πλευρά μας επέτρεψε να διαχειριστούμε τους οικονομικούς μετανάστες που άρχισαν να πλημμυρίζουν τη χώρα μας με τη λεπτότητα του αείμνηστου Σπύρου Καλογήρου, όταν έπαιζε τους ρόλους του επιστάτη του μεγαλοτσιφλικά της Καρδίτσας.

Όταν είδαμε την εγκληματικότητα να ανεβαίνει σε κάθε άκρη της Ελλάδας, σπεύσαμε να στρέψουμε το δάχτυλο επάνω στους αλλοδαπούς, μια και ήταν αδύνατον να φανταστούμε ότι ο δικός μας υπερκαταναλωτισμός, ο ωχαδερφισμός και η νοοτροπία της «αρπαχτής» με τα οποία είχαμε μπολιάσει την ψυχή μας θα μπορούσαν να μας έχουν κάνει χειρότερους ανθρώπους από τον μέσο Έλληνα του 1960.

Κι έτσι, σιγά-σιγά, η κοινωνία μας, συνεπικουρούμενη από τη δραματική κατάπτωση της Παιδείας μας, χωρίστηκε σε διάφορες ομάδες, η κάθε μια από τις οποίες θεωρούσε ότι είχε την ηθική ανωτερότητα απέναντι στις άλλες. Οι συντηρητικοί «νοικοκυραίοι» κατηγορούσαν τους ξένους οικονομικούς μετανάστες και όλους αυτούς τους ανθέλληνες αριστερούς που τους υποστήριζαν. Οι αριστεροί καταδίκαζαν οποιαδήποτε βία προερχόταν από «ρατσιστές και φασίστες τραμπούκους», ενώ επεδείκνυαν απέραντη ανοχή στους δολοφόνους που εξέδιδαν επαναστατικές προκηρύξεις μετά από κάθε έγκλημά τους, ή σε οποιονδήποτε αλλοδαπό τους θύμιζε τις διεθνιστικές τους καταβολές. Οι απολιτικοί καταναλωτές αδιαφορούσαν μέχρι που κάποιο γεγονός άγγιζε τα δικά τους συμφέροντα και τους ξεβόλευε από τη Νιρβάνα του «φορτώματος» της πιστωτικής τους κάρτας. Και οι νέοι φλερτάριζαν ασύστολα με τον κοινωνικό μηδενισμό, μια και στα μάτια τους οι ίδιοι οι γονείς τους φάνταζαν γελοίοι και ανθρωπάκια.

Καλέ μου Θανάση, η μικρή και φτωχή μου εμπειρία για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα μου λέει ότι πριν ψάξω για συνωμοσίες και ανθρώπους που απεργάζονται την καταστροφή μας, θα πρέπει να ψάξω για ανίκανους, βλάκες, αδιάφορους και ανάξιους κρατικούς λειτουργούς και πολιτικούς που μας τραβάνε στη μαύρη τρύπα του νόμου του Μέρφι με τη σιγουριά του Θεμιστοκλή απέναντι στον Περσικό στόλο.

Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά σε μία χώρα, στη δική μας είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα πάει στραβά, χωρίς να χρειαστεί ούτε ένα μπουκάλι αεροζόλ για να μας ψεκάσουν. Η ποιότητα των πολιτικών που ψηφίζαμε τόσα χρόνια και μας έμοιαζαν τόσο πολύ, το εγγυάται..

Και πράγματι, καλέ μου φίλε, τα τελευταία 3 χρόνια η κατάσταση ξέφυγε εντελώς έξω από οποιοδήποτε πλαίσιο κατανόησης που θα μπορούσαμε να έχουμε ως λαός που είχε φτάσει να αποκτήσει καμπούρα από την υπέρμετρη ομφαλοσκόπηση.

Η έλλειψη αυτής της κατανόησης της πραγματικότητας, σε συνδυασμό με την έλλειψη παιδείας, κοινωνικής μόρφωσης, κοινωνικής ευθύνης και ουσιαστικής φιλοπατρίας (αν τουλάχιστον πληρώναμε τόσα χρόνια όλους αυτούς τους φόρους που μας αναλογούσαν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αγαπάμε την Πατρίδα μας), έστρεψε την πληθώρα των κοινωνικών ομάδων σε μια εσωτερική και ανεύθυνη πολεμική για το ποιος φταίει, λες και αν αποδείξουμε ότι ο «άλλος» είναι ο φταίχτης θα λυτρωθούμε ως από θαύμα. O Φασισμός, που τόσο μισούμε όλοι (ή έτσι ισχυριζόμαστε), έγινε εργαλείο στα χέρια του κάθε εργατοπατέρα, αγρότη ή φοιτητή.

Και βέβαια, μια και «στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος», το φίδι του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του ναζισμού απέκτησε πρόσωπο και κατέστη τιμητής όλων των λαθών που έγιναν τα τελευταία 40 χρόνια, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μια πλαστή εικόνα σε όσους ανθρώπους (κάτω των 50 ετών) δεν είχαν το χρόνο, τη μόρφωση ή τον τρόπο να αξιολογήσουν την εικόνα αυτή και τη βλέπουν σαν πραγματική και ίσως ειδυλλιακή. Μπορούμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα υπήρξε η ανσάρκωση των σκοτεινών μυστικών της συλλογικής ψυχής μας.

Και πως ανταποκρίνεται σε αυτό το πραγματικό πρόβλημα η Κοινωνία μας, η ίδια Κοινωνία που απέβλεπε στη φροντίδα του Πατερούλη Κράτους για να συντηρήσει τα διακοποδάνεια και τα εορτοδάνειά της επί τόσα χρόνια;

Κάθεται ατάραχη και βλέπει τα ελλιπώς μορφωμένα παιδιά της να πιστεύουν στην ανωτερότητα της ράτσας που τους σερβίρει ο κάθε νεόκοπος Χιτλερίσκος χρησιμοποιώντας τους ίδιους αφελείς ιστορικούς μύθους που μας ανέθρεψαν.

Βλέπει τους περιθωριοποιημένους νέους της να ασπάζονται την μαύρη ιδεολογία μιας ομάδας που τους υπόσχεται ότι θα «ξεβρομίσει» την άρρωστη Κοινωνία μας με τακτικές της επταετίας της Χούντας.

Βλέπει με κρυφή ανακούφιση τους μαυριδερούς λαθρομετανάστες να «παίρνουν επιτέλους αυτό που τους αξίζει» και αισθάνεται αγαλλίαση όταν μέσα στη Βουλή των Ελλήνων ακούει χυδαίους χαρακτηρισμούς εναντίον όλων αυτών που για τόσα χρόνια έζησαν «μπέικα» στις πλάτες των αδύναμων συμπολιτών τους.

Και τέλος, έχει την αφέλεια να νομίζει ότι «με ένα νόμο και ένα άρθρο» θα καταφέρει να περιορίσει τη βία, την επιθετικότητα και την ασυδοσία της ομάδας των ανθρώπων αυτών, που γράφουν όλους τους νόμους εκεί που δεν βλέπει ο ήλιος, για τον απλούστατο λόγο ότι η ιδεολογία τους είναι ότι η έννομη τάξη, η Δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν έχουν καμία θέση στο όραμά τους.

Το μεγάλο πρόβλημα οποιουδήποτε δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ότι πάντοτε επαφίεται στον πατριωτισμό των πολιτών του και αυτό το καθιστά αυτόματα ευάλωτο σε όλους όσους θέλουν να το καταστρέψουν, καλέ μου Θανάση.

Όσο λοιπόν δεν κάνουμε καμία προσπάθεια να μορφώσουμε το κοπάδι που κατ’ευφημισμό αποκαλούμε «λαό» και δεν τους μετατρέψουμε σε Έλληνες Πολίτες, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα μικροκομματικά μας συμφέροντα, δεν θα πρέπει να νοιώθουμε έκπληξη αν ένα μέρος του κοπαδιού στραφεί τελικά εναντίον μας.

Σε κούρασα, καλέ μου Θανάση, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να σκέφτεσαι λιγάκι έξω από τα πλαίσια, την επόμενη φορά που θα ακούσεις κάποιο μητροπολίτη με μπούκλες στα μουστάκια και ύφος θεϊκής αυθεντίας να διατείνεται από άμβωνος ότι για όλα τα κακά φταίνε οι μασόνοι. Φαίνεται τελικά ότι τον καθρέφτη η Κοινωνία μας τον έχει για να χτενίζει τις μπούκλες της…